Johann Joachim Winckelmann

 

Ο Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν, (γερμ. Johann Joachim Winckelmann 9 Δεκεμβρίου 1717 - 8 Ιουνίου 1768) ήταν Γερμανός ιστορικός τέχνης, επιφανής αρχαιογνώστης, αρχαιολόγος και μεγάλος φιλέλληνας. Ήταν ένας από τους πρώτους Ελληνιστές που ορθώνονται στην Ευρώπη διαχωρίζοντας την αξία μεταξύ της Ελληνικής, Ελληνορωμαϊκής και ρωμαϊκής τέχνης με τους Έλληνες να βρίσκονται μακράν στη κορυφή. 

"Προφήτης και ιδρυτικός ήρωας της σύγχρονης αρχαιολογίας" όπως έχει ονομαστεί ήταν ένας από τους ιδρυτές της επιστημονικής αρχαιολογίας ενώ εφαρμόζει για πρώτη φορά τις κατηγορίες του στυλ σε μια μεγάλη και συστηματική βάση για την ιστορία της τέχνης. Πολλοί τον θεωρούν πατέρα της ιστορίας της τέχνης και θα είναι η καθοριστική η επιρροή του για την άνοδο του "Νεοκλασικού κινήματος" κατά τα τέλη του 18ου αιώνα. 

Το συγγραφικό έργο του επηρέασε όχι μόνο μια νέα επιστήμη της αρχαιολογίας και ιστορίας της τέχνης, αλλά την δυτική ζωγραφική, τη γλυπτική, τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία ακόμα. Του Winckelmann Ιστορία της Αρχαίας Τέχνης (1764) ήταν ένα από τα πρώτα βιβλία που έχουν γραφτεί στα γερμανικά για να γίνει ένα κλασικό της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Το έργο του θα επηρεάσει μετέπειτα τους Lessing, Herder, Γκαίτε, Χέλντερλιν, Χάινε, Νίτσε και άλλους. 

Εξαιτίας της μεγάλης του αγάπη για την Ελλάδα, την Ελληνική κλασσική τέχνη και τον Ελληνικό πολιτισμό γενικότερα ο Spengler τον είχε προκλητικά ονομάσει "Η τυραννία της Ελλάδος πάνω από τη Γερμανία.» 

Γεννήθηκε το 1717 στην πόλη Στένταλ (Stendal) της βόρειας Γερμανίας (Πρωσία). Στην ιστορία της αρχαιολογίας θεωρείται πατέρας της κλασικής αρχαιολογίας ως ανεξάρτητης επιστήμης, δεδομένου ότι με τις απόψεις του για την τεχνοτροπική εξέλιξη της αρχαιοελληνικής τέχνης, την αυτονόμησε από τα δεσμά των φιλολογικών πηγών.

Το 1755 ο Βίνκελμαν κυκλοφόρησε το πρώτο σύγγραμμά του με τον ενδεικτικό τίτλο Σκέψεις για τη μίμηση των Ελληνικών έργων στη ζωγραφική και τη γλυπτική (Gedanken über die Nachahmung der griechischen Werke in der Malerei und Bildhauerkunst). Εδώ εξέφρασε για πρώτη φορά τις απόψεις του για την ανωτερότητα της αρχαίας ελληνικής τέχνης και προέτρεψε τους καλλιτέχνες να διδαχθούν από αυτή και να τη μιμηθούν. Η μίμηση, όμως, δεν έπρεπε να είναι μηχανική αλλά δημιουργική, ώστε να αποφέρει ουσιαστικούς καρπούς. 

Παροιμιώδης έμεινε η φράση του για την «ευγενική απλότητα και το ήρεμο μεγαλείο» («edle Einfalt und stille Größe») των έργων τέχνης της κλασικής αρχαιότητας. Την ίδια άποψη έξέφρασε και στο Δοκίμιο για την ικανότητα αντίληψης του ωραίου στην τέχνη, το 1763. Θεωρείται ότι τα δύο έργα επηρέασαν τις αισθητικές αντιλήψεις του ύστερου Διαφωτισμού και τον κλασικισμού στην Ευρώπη.

Για την ιστορία της Αρχαιολογίας, όμως, μεγαλύτερη αξία έχει η συνθετική μελέτη του για την Ιστορία της τέχνης της Αρχαιότητας (Geschichte der Kunst des Alterthums), ώριμο έργο που εκδόθηκε το 1764 στη Δρέσδη. Εδώ ταξινόμησε την τεχνοτροπική (στυλιστική) εξέλιξη των αρχαίων έργων τέχνης, διακρίνοντας:

- το «αρχαίο» ή «αρχαϊκό» ύφος, που χαρακτηρίζει την τέχνη μέχρι τα χρόνια των Περσικών Πολέμων (7ος-6ος αι. Π.Κ.Ε.-Π.Κ.Χ.-π.Χ.)

- το «υψηλό» ή «μεγαλοπρεπές» ύφος, που εκφράζει την καλλιτεχνική ολοκλήρωση της κλασικής τέχνης του 5ου αι. Π.Κ.Ε. με κορυφαίο της εκπρόσωπο τον Φειδία.

- το «ωραίο» ύφος, του 4ου αι. Π.Κ.Ε. με έμφαση στο έργο του Πραξιτέλη. Ως ιδιαίτερες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη των τεχνών στη διάρκεια του 5ου και του 4ου αι. αναφέρονται ρητά το ιδανικό κλίμα καθώς και οι συνθήκες ευημερίας και πολιτικής ελευθερίας.

- το ύφος «της μίμησης» και «της παρακμής» της τέχνης, η οριστική κατάρρευση της οποίας επήλθε με τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας.

Η ουσία της προσφοράς του Βίνκελμαν στην κλασική αρχαιολογική επιστήμη βρίσκεται στο ότι εισήγαγε τις έννοιες της τεχνοτροπίας (ύφους) και της καλλιτεχνικής εξέλιξης στη μελέτη των έργων τέχνης. Έτσι, πρόσφερε στην αρχαιολογική έρευνα ένα πολύτιμο εργαλείο για να προχωρήσει στη συνολική θεώρηση των αρχαίων δημιουργιών και κατ' επέκταση του αρχαίου πολιτισμού. 

Διατυπώνοντας το εξελικτικό σχήμα «γένεση, ανάπτυξη, ακμή και παρακμή» για την τεχνοτροπική ανάλυση και ταξινόμηση της αρχαίας ελληνικής τέχνης, πρόσφερε ένα γενικότερο ταξινομητικό σχήμα για την ιστορία της αρχαίας τέχνης γενικότερα. Οι αισθητικές του αναλύσεις και εκτιμήσεις στηρίχθηκαν σε έργα της μνημειακής γλυπτικής και φυσικά σε αντίγραφα των κλασικών πρωτοτύπων του 4ου αι. Π.Κ.Ε., όπως ο Απόλλων του Belvedere ή πρωτότυπα της ελληνιστικής περιόδου, όπως το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα και των γιων του.

Οι αντιλήψεις του θεωρείται ότι επηρέασαν τους σύγχρονους και μεταγενέστερους σπουδαστές της αρχαίας ελληνικής τέχνης κυρίως στη Γερμανία αλλά και στα κείμενα πολλών μεγάλων πνευματικών μορφών του 19ου αιώνα, όπως ο Γκαίτε, ο Σίλλερ και ο Μπάυρον. Ο απόηχος των θεωριών του έφθασε μέχρι την πολιτική επικαιρότητα της εποχής του. Έτσι οι απόψεις του για τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε το δημοκρατικό πολίτευμα των πόλεων - κρατών στην ανάπτυξη, της αρχαίας ελληνικής τέχνης βρήκαν ευνοϊκό έδαφος στην ιδεολογία της Γαλλικής Επανάστασης αρχικά και αργότερα ανάμεσα στους οπαδούς του Ναπολέοντα.

Δυστυχώς δολοφονήθηκε σε ένα ξενοδοχείο της Τεργέστης από τον Φραντσέσκο Αρκάντζελι τον Ιούνιο του 1768 και ετάφη στην αυλή του καθεδρικού ναού του Σαν Τζιούστο.