ellassinora 1

 

Η τουρκική επιθετικότητα έχει αλλάξει ποιοτικά την έννοια της τουρκικής απειλής για την ελληνική εθνική ασφάλεια, αλλά δεν έχει αλλάξει το αντίστοιχο δόγμα της Αθήνας, γεγονός που συνιστά ειδοποιό διαφορά στη σύγκριση.

Τα σημάδια είναι πολλά και πυκνά για να τα αγνοήσουμε.

Στη Κύπρο, η Άγκυρα εκμεταλλευόμενη το διχασμό των Κυπρίων και την πρόσκληση από τον ανθενωτικό Μακάριο να επέμβει στο νησί, αφού κατέλαβε το 38% της νήσου, αφού διεκδικεί πλέον και το υπόλοιπο, άρχισε παράνομες σεισμικές έρευνες. Στη συνέχεια στη κυπριακή ΑΟΖ, πραγματοποίησε παράνομη γεώτρηση σε θαλάσσια περιοχή που δεν είχε παραχωρηθεί προς εκμετάλλευση και τέλος πραγματοποιεί γεωτρήσεις και σε θαλάσσια οικόπεδα παραχωρημένα σε ιδιωτικές πετρελαϊκές εταιρείες.

Η Τουρκία μετά την εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή στην Κύπρο, καλόμαθε από την σχεδόν αναίμακτη κατάκτηση του 38 % του νησιού και αναθαρρημένη από το ότι διεκδικεί και τον πλήρη έλεγχο του, συνεχίζει την επεκτατική τακτική των στρατιωτικών εισβολών σε γειτονικές χώρες, αφού τις εγκαινίασε άκοπα και με διεθνή στήριξη το 1974.

Έτσι, η Τουρκία, στο όνομα της προάσπισης της ασφάλειας της από το κουρδικό κίνημα της Συρίας, έχει εισβάλλει στρατιωτικά και παράνομα στη Συρία, έχει επιβάλλει γραμμή ασφαλείας πλάτους 15-30 χιλιομέτρων εντός της χώρας αυτής, κατά μήκος των τουρκο-συριακών συνόρων, κατέχει μεγάλο μέρος της συριακής επαρχίας Ιντλίμπ στο βορειοδυτικό της μέρος, συνεργάζεται με μισθοφόρους και τζιχαντιστές για να τρομοκρατεί στην περιοχή, ενώ κατά το πρότυπο της Κύπρου, εποικίζει τα κατεχόμενα συριακά εδάφη με πιστό στο τουρκικό καθεστώς πληθυσμό.

Την ίδια ώρα η Τουρκία του Ερντογάν έχει εισβάλλει και στη Λιβύη και στηρίζει στρατιωτικά με τουρκικό στρατιωτικό προσωπικό, Σύρους μισθοφόρους, τζιχαντιστές και οπλικά συστήματα, το καθεστώς ανδρεικέλων της Τρίπολης υπό τον Σάρατζ, το οποίο αναγνωρίζεται ως νόμιμη, τάχα, κυβέρνηση της Λιβύης από μια “διεθνή κοινότητα”.

Η Τουρκία επιδιώκει να μετατρέψει σε προτεκτοράτο της τη Λιβύη και σε κεντρικό εργαλείο για την ανασύσταση του νέου Χαλιφάτου της Βόρειας Αφρικής υπό την αιγίδα των “Αδελφών Μουσουλμάνων”. Και κυρίως επιδιώκει μέσω της Λιβύης και του παράνομου Τουρκολυβικού Μνημονίου που συνομολόγησε μαζί της να διαμορφώσει ένα θαλάσσιο τείχος που θα υφαρπάξει τα θαλάσσια κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας σε Κρήτη και Δωδεκάνησα και θα μετατρέψει την Ανατολική Μεσόγειο σε τουρκική λίμνη, εξαφανίζοντας και καταπατώντας και τα θαλάσσια δικαιώματα της Κύπρου.

Η κλιμάκωση αυτή κατέστη δυνατή, ακριβώς επειδή όλο αυτό το διάστημα, κανείς δεν ήγειρε εμπόδια, κανείς δεν προσπάθησε να οργανώσει ένα συντονισμένο, αξιόπιστο και αξιόμαχο αγώνα εναντίον της, κανείς δεν είναι διατεθειμένος να χρησιμοποιήσει ανάλογα μέσα για να σταματήσουν την τουρκική επεκτατική αυθαιρεσία. Κάποιες διπλωματικές αντιδράσεις και ορισμένες ανώδυνες κυρώσεις της ΕΕ δεν ήταν ικανές να αναχαιτίσουν τον Ερντογάν.

Όσο, λοιπόν θα είμαστε καθηλωμένοι στο διπλωματικό επίπεδο, ο Ερντογάν, χρησιμοποιώντας το στρατιωτικό εργαλείο, κερδίζει πόντους, δημιουργώντας τετελεσμένα. Η αλυσίδα μετράει ήδη αρκετούς κρίκους.

Η αποφασιστικότητά του Τούρκου προέδρου να μιλάει με πράξεις, χρησιμοποιώντας και το στρατιωτικό εργαλείο, και όχι μόνο με λόγια, είναι αυτό που του δίνει τακτικό πλεονέκτημα έναντι όλων.Την κουρδική ανταρσία έστω και με μικρές απώλειες κατάφερε να τους αδρανοποιήσει, τουλάχιστον προς το παρόν. Στη βόρεια Συρία έχει εδραιώσει τρεις ζώνες κατοχής. Στη δε Λιβύη κατάφερε να ανατρέψει το Διεθνές Δίκαιο και να ορίσει όρια ΑΟΖ και με την αποστολή όπλων και τζιχαντιστών να σταθεροποιήσει την υπό κατάρρευση φιλοτουρκική κυβέρνηση της Τρίπολης.

Η τουρκική επιθετικότητα στο ελλαδοτουρκικό μέτωπο τους τελευταίους μήνες έχει λάβει χώρα μία ποιοτική κλιμάκωση. Τα γεγονότα στον Έβρο ήταν μία υβριδική τουρκική επίθεση εναντίον της Ελλάδας.

Το γεγονός ότι ο Ερντογάν χρησιμοποίησε σαν όπλα μετανάστες δεν αλλάζει την ουσία. Οι εν λόγω μετανάστες, άλλωστε, δεν προσπαθούσαν να τρυπώσουν στην ελληνική επικράτεια, χωρίς να τους εντοπίσουν. Άνοιξαν ένα ιδιότυπο πόλεμο, επιτιθέμενοι με πέτρες, αλλά και με δακρυγόνα εναντίον των Ελλήνων συνοριοφυλάκων, υποστηριζόμενοι ανοικτά και ενεργά από την τουρκική στρατοχωροφυλακή, η οποία σε πολλές περιπτώσεις ενεπλάκη η ίδια σ' αυτές τις επιθέσεις. Το γεγονός ότι η κατάσταση έχει υπερβεί το όριο φαίνεται πολύ καθαρά όταν Τούρκοι στρατοχωροφύλακες πυροβολούν εν ψυχρώ εναντίον Ελλήνων συνοριοφυλάκων και Γερμανών της FRONTEX. Η αποτυχία της υβριδικής επίθεσης στον Έβρο δεν πτόησε το καθεστώς Ερντογάν. Ο υπουργός Εσωτερικών Σοϊλού δήλωσε ξεκάθαρα πως η επίθεση θα επαναληφθεί, ενώ είχαμε αλλεπάλληλες απόπειρες να πλημμυρίσουν με μετανάστες τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Σε μία τουλάχιστον περίπτωση, είναι ξεκάθαρο ότι οι Τούρκοι έστειλαν συνειδητά πλοιάριο με μολυσμένους από τον κορονοϊό μετανάστες. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για ιδιότυπη πράξη βιολογικού πολέμου.

Μπορεί η επίσημη ελληνική ρητορική να κάνει λόγο για αποτρεπτική στρατηγική, αλλά στην πραγματικότητα το δόγμα της Αθήνας –εδώ και πολλά χρόνια – είναι αυτό που δεν ομολογεί, αλλά εφαρμόζει με θρησκευτική ευλάβεια: "Δεν κάνουμε τίποτα που μπορεί να προκαλέσει τουρκική αντίδραση, ούτε καν τα αυτονόητα". Για να το πούμε απλά και καθαρά "προς Θεού μην ερεθίσουμε το θηρίο".

Μονοδιάστατη άμυνα, λοιπόν, χωρίς μάλιστα να είναι σαφές και μέχρι που μπορεί να φθάσει η άμυνα, εάν ο Ερντογάν κλιμακώσει τις επεκτατικές επιθέσεις του. Το προαναφερθέν δόγμα εξηγεί γιατί η Αθήνα δεν επεκτείνει τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια, ούτε καν στις περιοχές που είναι μακριά από την Τουρκία, γιατί δεν κλείνει τους κόλπους με ευθείες γραμμές βάσης, γιατί δεν ανακηρύσσει ΑΟΖ, γιατί δεν καταθέτει συντεταγμένες. γιατί δεν οριοθετεί ΑΟΖ με την Κύπρο. Αρνείται πεισματικά να εφαρμόσει το Διεθνές Δίκαιο, αρνείται να αντιμετωπίσει στρατιωτικά την Τουρκική προκλητικότητα και επιθετικότητα στα Ιμια, τις Γκρίζες ζώνες, την παραβίαση του F.I.R.Αθηνών, του Εθνικού Εναερίου Χώρου, της Εθνικής Κυριαρχίας μας και των Κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.

Το δόγμα αυτό εξέφρασε –με άλλα λόγια– ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών σε συνέντευξή του (Real FM 6-5-2020), δηλώνοντας ότι η Ελλάδα δεν θα ακολουθήσει την Τουρκία στην κλιμάκωση. «Δεν πρόκειται να πάμε σε στρατιωτικοποίηση της κρίσης με την Τουρκία. Είναι η παγίδα, την οποία η Τουρκία στήνει για την Ελλάδα: να περάσουμε από το στάδιο του δικαίου στο στάδιο των ενεργειών αυτής τη μορφής. Η στρατιωτικοποίηση των διαφορών με την Τουρκία δεν θα οδηγήσει σε επίλυση, θα οδηγήσει σε επιδείνωση».

Προφανώς, η Ελλάδα δεν πρέπει να στρατιωτικοποιήσει τα ελληνοτουρκικά προβλήματα. Τι θα πράξει, όμως, εάν η Τουρκία πάρει αυτόν τον δρόμο; Συγκεκριμένα, τι θα πράξει εάν τουρκικό ερευνητικό σκάφος πραγματοποιήσει σεισμικές έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, συνοδευόμενο από φρεγάτες; Τι θα πράξει ευρύτερα εάν η Τουρκία εμπράκτως παραβιάσει ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα όπως έκανε πριν 3 μήνες εντός ελληνικής Υφαλοκρηπίδος μεταξύ Κρήτης και Κυπρου ;

Ο Δένδιας επαναλαμβάνει ότι «η Ελλάδα διατηρεί όλα τα δικαιώματα προάσπισης του εθνικού της χώρου». Αυτή η δήλωση, ωστόσο, είναι όχι μόνο γενική, αλλά και μισή αλήθεια. Το τελευταίο διάστημα έχουν πληθύνει οι υπερπτήσεις τουρκικών μαχητικών πάνω από ελληνικά νησιά, που βεβαίως δεν γίνονται από λάθος. Τα διαβήματα (εάν γίνονται ακόμα και δεν έχουμε βαρεθεί να τα κάνουμε πια!) και οι αναχαιτίσεις δεν εμποδίζουν τους Τούρκους να συνεχίζουν τις συστηματικές προκλήσεις τους, χωρίς να πληρώνουν το παραμικρό κόστος,πλέον πάνω από το Αιγαίο πετούν περισσότερα Τούρκικα από Ελληνικά πολεμικά.

Η μονοδιάστατη αμυντική στρατηγική της Αθήνας κατευνάζει ή παροξύνει την τουρκική επιθετικότητα; Την απάντηση δίνουν τα γεγονότα, αλλά και ο ίδιος ο Δένδιας, ομολογώντας ότι η Άγκυρα συνεχώς κλιμακώνει. Τα μικρά τουρκικά τετελεσμένα ενισχύουν την εκτίμηση της τουρκικής πλευράς πως όσο πιέζει τόσο θα κερδίζει πόντους στον ιδιότυπο αυτό "πόλεμο θέσεων", στριμώχνοντας ολοένα και περισσότερο την Ελλάδα.

Η κατάσταση αυτή όχι μόνο εξασφαλίζει στον Ερντογάν την πρωτοβουλία των κινήσεων, αλλά και του τροφοδοτεί την αλαζονεία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να συμπεριφέρεται σαν χείμαρρος, που δεν είναι σίγουρο πως ξέρει πότε να σταματήσει. Είναι ακριβώς αυτό που έχει αλλάξει ποιοτικά τον χαρακτήρα της τουρκικής απειλής και ως εκ τούτου θέτει επί τάπητος το κρίσιμο ερώτημα, εάν ο Ερντογάν το πάει για σύγκρουση, ακόμα και στις συνθήκες πανδημίας.

Τραγικό είναι ότι η κατεστημένη Ελλάδα, της οποίας η Τουρκία αμφισβητεί το μισό Αιγαίο, πλήθος από τα νησιά του και θέλει στην ουσία να μετατρέψει ότι απομείνει από τη χώρα μας σε τουρκικό δορυφόρο, όχι μόνο δεν προβάλει αντίσταση στα τουρκικά επεκτατικά σχέδια στην περιοχή αλλά αντιθέτως τα ανέχεται και τα στηρίζει, αν δεν τα χειροκροτεί και από πάνω.

Με απορία και αγανάκτηση βλέπουμε ότι η Ελλάδα από το 2012 έχει διακόψει αναιτιολόγητα τις επωφελέστατες διπλωματικές σχέσεις της με την Συρία και την κυβέρνησή της. Και τις έχει διακόψει όχι τόσο γιατί πιέστηκε από τις ΗΠΑ και τα δυτικά κέντρα αλλά, κυρίως, γιατί έσπευσε η ίδια, χωρίς καν να της ζητηθεί επιμόνως, να δώσει εξετάσεις καλής διαγωγής και αφοσίωσης στις δυτικές επιδιώξεις για την πτώση της κυβέρνησης Άσαντ και τον έλεγχο της συριακής επικράτειας. Ακόμα χειρότερα, η Ελλάδα όχι μόνο διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την Συρία, την ώρα που αυτή υφίσταται βάρβαρη τουρκική εισβολή αλλά και συντάσσεται με τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και τις Βρυξέλλες, οι οποίες υποστηρίζουν πλήρως, στο όνομα της αναχαίτισης της ρωσικής επιρροής, την εισβολή, κατοχή και επεκτατική στρατηγική της Τουρκίας στη Συρία.

Πολύ πιο άμεσα επώδυνη για τα εθνικά μας συμφέροντα είναι η στάση της Ελλάδας απέναντι στις εξελίξεις στη Λιβύη. Οι κυβερνήσεις στη χώρα μας συνεχίζουν απτόητες, παρά την παράνομη υπογραφή του Τουρκολυβικού Μνημονίου, να αναγνωρίζουν ως κυβέρνηση της Λιβύης την κυβέρνηση Σάρατζ, η οποία οφείλει την ύπαρξή της μόνο και μόνο στην υποστήριξη της Τουρκίας και την δουλική υποταγή στα σχέδια της. Και συνεχίζει να αναγνωρίζει η Ελλάδα την κυβέρνηση Σάρατζ, παρόλο που, επιπλέον, η τελευταία ελέγχει ένα πολύ μικρό μέρος της Λιβύης και δεν αποδέχεται δημοκρατικές, ειρηνευτικές προτάσεις που θα επιτρέψουν στο λαό της Λιβύης να εκφράσει ανεπηρέαστα με ελεύθερες εκλογές τη βούλησή του και να αναδείξει ο ίδιος την κυβέρνησή του, διαμορφώνοντας παράλληλα το Σύνταγμα της χώρας του.

Είναι θλιβερό ότι η Ελλάδα με αυτή τη στάση της ενισχύει ντροπιαστικά τον εκτός πάσης διεθνούς νομιμότητας επεκτατισμό της Τουρκίας στην περιοχή και υποσκάπτει η ίδια την κυριαρχία της και τα κυριαρχικά της δικαιώματα.

Δείχνει, ακόμα, με αυτόν τον τρόπο, μια φοβική στάση αδυναμίας προς την Τουρκία. Αδυναμίας να υπερασπίσει αυτά που νομίμως της ανήκουν, ενώ γυρίζει την πλάτη της προς τις λιβυκές δυνάμεις του Χαλίφα Χαφτάρ και του Ακίλα Σάλεχ, οι οποίες βρίσκονται απέναντι στις τουρκικές κατοχικές βλέψεις της πατρίδας τους, καταγγέλλουν το Τουρκολυβικό Σύμφωνο και τείνουν χείρα φιλίας προς την πατρίδα μας.

Το ερώτημα που αυτόματα ανακύπτει από όλα τα παραπάνω είναι απλό: μήπως τα υποτελή, ανεύθυνα και φοβικά οικονομικά και πολιτικά κατεστημένα στην Αθήνα είναι έτοιμα, συνειδητά ή ασυνείδητα, να αποδεχθούν ως μοιραία μια δεύτερη εθνική τραγωδία τύπου Κύπρου; Μήπως όλα αυτά τα εξωφρενικά και πρωτοφανή τα οποία ζούμε τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα στις μέρες μας, είναι απλώς η προετοιμασία εδάφους για δραματικές εθνικές εξελίξεις;

 

 
Λάμπρος Χουλιάρας
Ελληνική Κοσμοκρατορία σε όλους τους τομείς