
"Δεν υπάρχουν υποθέσεις χαμένες, παρά μόνον εκείνες που εγκατέλειψες"
Κλεόβουλος ο Λίνδιος
Είμαστε περήφανοι που μετά από 6 σχεδόν χρόνια παρουσίας μας σαν πολιτικό κίνημα με κεντρική μας ιδεολογία-στόχο-όραμα στον 21ο αιώνα την Ελληνική Κοσμοκρατορία σε όλους τους τομείς συναντάμε πολλούς νέους ανθρώπους μορφωμένους διανοούμενους ή επιστήμονες με σύγχρονη αντίληψη και ρεαλιστική προσέγγιση να συμβαδίζουν απόλυτα μαζί μας...Επιτέλους ένα βιβλίο που μας παρουσιάζει ρεαλιστικά και χωρίς υπερβολές τα βήματα που θα πρέπει να ακολουθήσει η χώρα μας στον 21ο αιώνα για να αποκτήσει αρχικά εθνική ασφάλεια και μετά να γίνει παγκόσμια δύναμη σε όλους τους τομείς χωρίς φυσικά τις κλασσικές πολεμικές συγκρούσεις αλλά με πολιτικές και τακτικές επανελληνισμού και του λεγόμενου υβριδικού πολέμου. Διαβάστε το βιβλίο που έγραψε ο Γεώργιος Μανωλόπουλος σας το συστήνουμε ανεπιφύλακτα και βγάλτε τα συμπεράσματα σας.
Κατσουράκης Γεώργιος
Ελληνική Κοσμοκρατορία σε όλους τους τομείς
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Βασικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής είναι η επέκταση. Καλώς ή κακώς αυτός είναι ο κόσμος που ζούμε. Δεν έχει σχέση με ιδεολογίες αλλά με την ίδια τη φύση του ανθρώπου. Η Σοβιετική Ένωση για παράδειγμα, μία χώρα υπό κομμουνιστική ιδεολογία, στην πραγματικότητα ακολουθούσε μια επεκτατική πολιτική με ξεκάθαρο κίνητρο είτε την εδαφική επέκταση της ήδη τεράστιας χώρας της (βλέπε χώρες της Βαλτικής, Φινλανδία, Πολωνία, Ρουμανία) είτε την ισχυροποίησή της με σφαίρες επιρροής στην ανατολική Ευρώπη ή άλλες χώρες ανά τον κόσμο. Όλα υπό τον μανδύα της κομμουνιστικής ιδεολογίας αλλά σε τελική ανάλυση για το συμφέρον της Ρωσικής πατρίδας. Το σύνθημα «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα» ίσχυε μόνο για τις πατρίδες των άλλων και απλώς χρησιμοποιείτο σαν δούρειος ίππος.
Η επέκταση βέβαια δεν είναι απαραίτητο να είναι εδαφική. Μπορεί να είναι πολιτισμική, θρησκευτική, δημογραφική, οικονομική ή επιρροής γενικότερα. Όλες οι χώρες θέτουν κάποιον ή κάποιους στρατηγικούς στόχους που εντάσσονται σε αυτές τις κατηγορίες και χρησιμοποιούν ποικίλα μέσα και τακτικές για να το πετύχουν. Η χώρα μας ωστόσο αποτελεί δυστυχώς εξαίρεση και δεν έχει να κάνει με το πληθυσμιακό ή εδαφικό μέγεθος, ή με τη τωρινή οικονομική κατάσταση το γεγονός ότι έχουμε παύσει να έχουμε στρατηγικούς στόχους, ενώ δεν έχουμε ούτε στρατηγικό δόγμα. Το δε δόγμα μας περί εθνικής ασφαλείας είναι απλώς η συμμετοχή μας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ χωρίς καμία επιθυμία ανάληψης κάποιας προληπτικής ή αυτόνομης δράσης από μέρους μας.
Θα αναφερθώ επανειλημμένα σε αυτό το βιβλίο, ως μέσο σύγκρισης, στο κράτος του Ισραήλ. Μία χώρα με πολλά κοινά με μας. Μεσογειακή, με λίγο μικρότερο σε μέγεθος πληθυσμό, πολλή μικρότερη έκταση, περιτριγυρισμένη από εχθρούς και με μεγάλη πληθυσμιακά ομογένεια που αποτελεί και το μεγαλύτερο όπλο της. Γιατί το Ισραήλ μπορεί να έχει Στρατηγικό Δόγμα και Στόχους και η Ελλάδα δε μπορεί ή μάλλον οι ηγεσίες της δε θέλουν; Ποιοι θα έπρεπε να είναι οι δικοί μας Στρατηγικοί Στόχοι και πως θα έπρεπε να προσπαθούμε να τους πετύχουμε κάνοντας χρήση των μεθόδων υβριδικού πολέμου που όλοι στο διεθνές περιβάλλον χρησιμοποιούν;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δυστυχώς αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη ανεξάρτητης εθνικής στρατηγικής. Η οικονομική πολιτική, η παιδεία, η άμυνα κλπ. αποτελούν όλες συνιστώσες της εξωτερικής πολιτικής και κατ’ επέκτασιν της εθνικής μας στρατηγικής. Όλες όμως πλέον καθορίζονται από την ΕΕ. Προφανέστατα, η απώλεια του εθνικού νομίσματος, η τύπωση του οποίου αποτελεί εργαλείο στην άσκηση οικονομικής και όχι μόνο πολιτικής, αποτελεί τον πιο εύκολα αντιληπτό τομέα απώλειας εθνικής κυριαρχίας.
Μετά την ένταξή μας στην ΕΟΚ το 1979, ο ελληνικός πολιτικός κόσμος επαναπαύθηκε. Εάν θεωρηθεί ότι η ένταξη αυτή ήταν ο στρατηγικός στόχος που επετεύχθη, μετά τι θέσαμε ως επόμενο στόχο; Την ένταξη στην Ευρωζώνη; Η επίτευξη του στόχου της ένταξης προσέφερε τα αναμενόμενα και αν όχι μήπως πρέπει να επανεξεταστεί;
Δύο ήταν τα κύρια επιχειρήματα των οπαδών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όλα αυτά τα χρόνια. Οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη και ασφάλεια από την απειλή της Τουρκίας.
Όσον αφορά το πρώτο, με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως ονομάζεται σήμερα η ΕΟΚ, είδαμε την μείωση του ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης και αποβιομηχάνιση σε σχέση με τα προενταξιακά χρόνια. Ελληνικές βιομηχανίες όπως η Ιζόλα ή η Πίτσος δε μπορούσαν να ανταπεξέλθουν, για διάφορους λόγους, στον εμπορικό ανταγωνισμό από τις βιομηχανίες χωρών όπως η Γερμανία και η Ελλάδα είχε πλέον χάσει τη δυνατότητα εφαρμογής προστατευτικών εισαγωγικών δασμών λόγω των ανοικτών συνόρων στις εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στις χώρες μέλη. Δηλαδή δε μπορούσε με φορολόγηση των εισαγωγών να διασώσει την αντίστοιχη ελληνική βιομηχανική παραγωγή, όπως έκαναν π.χ. οι ΗΠΑ έναντι Ιαπωνικών εισαγωγών τη δεκαετία του 80.
Παράλληλα η αγροτική παραγωγή επιδοτήθηκε για να περιορισθεί σε συγκεκριμένα μόνο προϊόντα. Οι επιδοτήσεις παραγωγής με εντολή της ΕΕ, μείωσαν την αυτάρκεια στη πλειοψηφία των αγροτικών προϊόντων ώστε σήμερα στις λαϊκές αγορές τα πάντα να είναι εισαγόμενα...
Στον αντίποδα βέβαια, η Ελλάδα έλαβε πολλά πακέτα στήριξης (βλέπε πακέτα Ντελόρ). Τα πακέτα αυτά χρησιμοποιήθηκαν για κατασκευή έργων υποδομής όπως αυτοκινητόδρομοι για τη διευκόλυνση του ευρωπαϊκού εμπορίου, όμως πολλά χρήματα κατασπαταλήθηκαν σε λαϊκίστικες σπατάλες προς άγραν ψήφων. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα. Δε θα ήταν καλύτερα, τα έργα υποδομής να είχαν κατασκευαστεί με ιδίους πόρους, από φορολόγηση εισαγωγών και της ελληνικής βιομηχανίας και να μην είχαμε απωλέσει τη βιομηχανική παραγωγική μας δυνατότητα ως αντάλλαγμα του ευρωπαϊκού χρήματος; Τα αποτελέσματα τα βιώνουμε σήμερα. Όπως λέει και μια κινεζική παροιμία, «Δώσε σε έναν άνθρωπο ένα ψάρι και τον τάισες για μια ημέρα. Μάθε του να ψαρεύει και τον τάισες για όλη του τη ζωή».
Όσον αφορά την ένταξη στη ζώνη του Ευρώ, η χρεωκοπία του ελληνικού δημοσίου και τα μνημόνια, δίνουν την απάντηση ως προς το θετικό αποτέλεσμα αυτού του εγχειρήματος. Χωρίς τη δυνατότητα εκτύπωσης εθνικού νομίσματος είναι αδύνατη η χάραξη ανεξάρτητης οικονομικής αλλά και εθνικής πολιτικής. Σκέφτηκε κανείς τι θα κάνουμε σε περίπτωση που χρειαστεί να χρηματοδοτήσουμε μια έκτακτη κατάσταση όπως έναν μακροχρόνιο πόλεμο, χωρίς να μπορούμε να τυπώσουμε το δικό μας νόμισμα; Ποιος θα μας δανείσει εκείνη την ώρα; Αν κάποιος πιστεύει ότι μακροχρόνιος πόλεμος δε μπορεί να συμβεί στην πολιτισμένη Ευρώπη, ας ρωτήσει τους Ευρωπαίους κατοίκους της Γιουγκοσλαβίας ή της Ουκρανίας το 2014 που βρέθηκαν από κει που παρακολουθούσαν την ομάδα τους στο κοσμοπολίτικο Champions League, να δέχονται εισβολή από τις δυνάμεις της Ρωσίας, σε μια σύγκρουση που δεν έχει ακόμα λήξει. Αλλά και σε καθαρά οικονομικό πλαίσιο, το ελληνικό κράτος στερήθηκε ενός πολύ σημαντικού εργαλείου δημοσιονομικής πολιτικής στην αντιμετώπιση της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Έχασε μεγάλο μέρος της ανεξαρτησίας του με αμφίβολα ανταλλάγματα νομισματικής σταθερότητας.
Το δεύτερο επιχείρημα των «Ευρωπαϊστών» είναι η ασφάλεια έναντι της Τουρκίας. Και εκεί όμως δεν έχουμε τα αποτελέσματα που θα περίμενε κανείς. Οι απειλές της Τουρκίας και οι παραβιάσεις του Εθνικού Εναέριου Χώρου και σταδιακά και των υδάτινων συνόρων μας, με τα χρόνια συνεχώς εντείνονταν παρά τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας. Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες παραγωγής όπλων (Γερμανία, Βρετανία, Ισπανία, Ιταλία) συνέχιζαν τις εξαγωγές όπλων παρά τις απειλές της Τουρκίας έναντι της χώρας μέλους της ΕΕ, της Ελλάδος και κατοχής μέρους ενός άλλου, της Κύπρου. Στα διεθνή φόρα, ελάχιστη συμπαράσταση βρήκε η χώρα μας έναντι των διεκδικήσεων της Τουρκίας. Τέλος, με την εξαπόλυση των λαθρομεταναστών από τη Τουρκία (είδος υβριδικού πολέμου που θα εξεταστεί σε ξεχωριστό κεφάλαιο), η ενίσχυση με στρατιωτικά μέσα, η οικονομική συμπαράσταση και η απορρόφηση των λαθρομεταναστών από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ήταν ελάχιστη. Μπορεί βέβαια αργότερα με την άνοδο της αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα και τη πολιτική του «Η θάλασσα δεν έχει σύνορα», να φταίμε και εμείς, ωστόσο πολύ μεγαλύτερη οικονομική βοήθεια έλαβε η Τουρκία που εξακολούθησε να ανοίγει κατά το δοκούν τις κάνουλες των λαθρομεταναστευτικών ορδών και να εκβιάζει, παρά η χώρα μέλος, Ελλάδα. Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε και την έλλειψη συμπαράστασης και αλληλεγγύης στο ζήτημα της ονομασίας του κράτους των Σκοπίων που και αυτό εν δυνάμει μπορεί να αποτελέσει απειλή για τη χώρα μας.
Πέρα λοιπόν από το γεγονός ότι και ο στόχος της ασφάλειας δεν επετεύχθη, σαν Έλληνες αυτό έχουμε ως στόχο; Για να το πούμε λαϊκά, να κρυβόμαστε πίσω από τα φουστάνια του ΝΑΤΟ και της ΕΕ για να προστατευθούμε από τη Τουρκία; Ή όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Παναγιώτης Κονδύλης, «άλλος να μας ταΐζει και άλλος να μας φυλάει» . Δεν έχουμε δικούς μας στόχους; Η πτωχευμένη Αλβανία της δεκαετίας του 90 και χώρα ανέκδοτο για τους Έλληνες, την οποία δυστυχώς ούτε απειλήσαμε, ούτε «εξαγοράσαμε» για να εξασφαλίσουμε τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας της Βορείου Ηπείρου, πως μπορεί μέσα σε μια γενεά από τότε να εξακολουθεί να καταπιέζει τους Βορειοηπειρώτες (που κατάγονται από χώρα πολλαπλάσια σε μέγεθος και μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ) και να κατακτά το Κόσσοβο, με ανεξαρτησία αρχικά και Ένωση σταδιακά, από την επίσης πολλαπλάσια σε πληθυσμό από την Αλβανία, γείτονά της Σερβία;
Όλα αυτά τα καταφέρνει γιατί διεκδικεί και τα αναφέρω για να αποδείξω ότι ούτε το πληθυσμιακό μέγεθος έχει τόση σημασία, ούτε τα οικονομικά μεγέθη, αν κάποια χώρα, οι ηγέτες της αλλά και ο λαός της έχουν θέληση για μακροχρόνια διεκδίκηση και όχι «ωχαδερφική» νοοτροπία.
Για τις κατώτερες των περιστάσεων, ελληνικές πολιτικές ηγεσίες των τελευταίων δεκαετιών, είναι σίγουρα πιο εύκολη η διαχείριση της απλής καθημερινότητας αντί μιας εξωστρεφούς εξωτερικής πολιτικής επιβολής των ελληνικών εθνικών συμφερόντων, με τη δημιουργία παράλληλα των κατάλληλων συνθηκών στο εσωτερικό της χώρας και τον ελληνικό λαό . Για παράδειγμα, μια μακροχρόνια προσπάθεια για διεκδίκηση της Βορείου Ηπείρου ή για διαμελισμό του κράτους των Σκοπίων προς προσάρτηση από εμάς και τους λοιπούς του γείτονες, είναι κουραστική για τους πολιτικούς μας και δεν αποδίδει άμεσα εκλογικά αποτελέσματα αφού τέτοιες προσπάθειες (βλέπε Δυτική Θράκη και σταδιακή επεκτατική πολιτική της Τουρκίας) διαρκούν πολλές φορές δεκαετίες και τη δόξα από ενδεχόμενη επιτυχία θα τη λάβει άλλος πολιτικός ηγέτης, ίσως μία ή δύο γενεές αργότερα.
Στην Ελλάδα έχει επικρατήσει και επαναλαμβάνεται διαρκώς από κυβερνητικά χείλη όλων των παρατάξεων το «Δε διεκδικούμε τίποτα, δε παραχωρούμε τίποτα».
Η πατρότητα αυτής της φράσης ανήκει στον Ανδρέα Παπανδρέου. Το «δε διεκδικούμε τίποτα» όμως πέρα του ότι δε συνάδει με την ιστορία του Ελληνισμού, αντίκειται και στα κεκτημένα μας που απεμπολούμε όπως με την Αυτονομία της Βορείου Ηπείρου, της Ίμβρου και της Τενέδου. Στη καλύτερη των περιπτώσεων μόνο να διατηρήσει μπορεί το status quo, ενώ σε οποιαδήποτε άλλη επιφυλάσσει μόνο υποχωρήσεις και εθνικές ήττες. Στο εξωτερικό ουδείς ενστερνίζεται αυτή την ρητορική ή εφαρμόζει αυτή τη πολιτική για τη χώρα του. Επαναλαμβάνω, ότι η διεκδίκηση δεν είναι απαραίτητο να είναι εδαφική. Πολλές χώρες διεκδικούν για παράδειγμα μεγαλύτερο μέρος από τη παγκόσμια οικονομική «πίτα», επέκταση της επιρροής τους στη γεωπολιτική γειτονιά τους κλπ. Στην Ελλάδα όμως οι ηγεσίες μας ακολουθούν αυτή τη πολιτική του «Δε διεκδικούμε τίποτα» με θρησκευτική θα λέγαμε ευλάβεια και δείχνοντας πρωτόγνωρη για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα, διακομματική πολιτική σταθερότητα. Αυτό φυσικά γίνεται αντιληπτό από τις ξένες ηγεσίες και από όλους τους γείτονες μας και αντιστοίχως εκλαμβάνεται απλώς ως σημάδι αδυναμίας και υποχωρητικότητας. Εξασφαλισμένοι λοιπόν οι γείτονές μας πως ότι και να γίνει τα κεκτημένα τους έναντι της Ελλάδος δεν θα απειληθούν ποτέ, περνάνε στην εφαρμογή επεκτατικής πολιτικής απέναντί μας ακόμα και αν αποτελούν κλάσματα του στρατιωτικού, πληθυσμιακού, διπλωματικού, οικονομικού ή πολιτισμικού μεγέθους της χώρας μας.
Το «Δε διεκδικούμε τίποτα» αποτελεί μια καταστροφική πολιτική που μπορεί σίγουρα να αντιστραφεί.
Αυτό που ξεχνάμε όμως είναι πως μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων έχει γαλουχηθεί με αυτό το «ιδανικό». Και είναι αυτοί οι Έλληνες, με αυτή τη μη διεκδιτική γαλούχηση, που στελεχώνουν και θα στελεχώνουν στο μέλλον διπλωματικές υπηρεσίες, κυβερνητικά πόστα και στρατιωτικά αξιώματα. Οι νεοέλληνες έχουν συνηθίσει να θεωρούν λογικό η χώρα μας να κρύβεται πίσω από το διεθνές δίκαιο, να θεωρούμε τους εαυτούς μας μικρούς και έρμαιο πάντα των μεγάλων και εν πάση περίπτωσή να καθόμαστε ήσυχοι στη γεωγραφική μας θέση και να μην ενοχλούμε κανέναν διότι η «μικρή» Ελλάδα είναι αυτή που είναι και δε μπορεί να κάνει τίποτα.
Είναι καιρός λοιπόν η Ελλάδα να σταματήσει να παριστάνει το μοναδικό κράτος στο κόσμο που προτάσσει το διεθνές δίκαιο πάνω από το εθνικό της συμφέρον. Πόσο μάλλον όταν έχουμε πέρα από εθνικά συμφέροντα, απαράγραφα ιστορικά, ηθικά, πληθυσμιακά ακόμα και νομικά (Βόρειος Ήπειρος, Ίμβρος Τένεδος) δικαιώματα. Όλοι οι γείτονες μας έχουν αναθεωρητική, ως προς τα σημερινά σύνορα, πολιτική. Διεκδικούν και δε το κρύβουν. Μπορεί αυτό να αποτελεί πηγή αναταραχών και ανακατατάξεων για τη χερσόνησο του Αίμου και να καταδικάζεται θεωρητικά από τη διεθνή κοινότητα, ωστόσο τα ίδια αυτά μέλη της διεθνής κοινότητας διαφοροποιούν τη στάση, τις πράξεις και τη ρητορική τους με βάση τα στενά εθνικά τους συμφέροντα.
Αναφέρθηκε ότι ούτε οικονομικά, ούτε από άποψη εθνικής ασφαλείας και συμφερόντων, η Ευρωπαϊκή Ένωση εξυπηρετεί την Ελλάδα. Αποτελεί τροχοπέδη στην αυτόνομη ανάπτυξη και ζημιογόνα στα εθνικά μας θέματα. Δεν προπαγανδίζω όμως με λαϊκίστικα συνθήματα περί αμέσου εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά μόνο μετά από την εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών και επίτευξη κάποιων εσωτερικών στη χώρα προϋποθέσεων. Μέσα σε αυτή την Ένωση η Ελλάδα δε μπορεί να ασκήσει ανεξάρτητη πολιτική και ελπίζω μέσα από αυτό το σύγγραμμα να καταφέρω να αποδείξω ότι υπάρχουν περιθώρια για επιλογές άλλων στρατηγικών, Μεγαλοϊδεατικών, σίγουρα μακροχρόνιων και πάντα εθνοκεντρικών.
Η Μεγάλη Ιδέα μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Χρειάζεται όμως καταρχήν ΑΛΛΑΓΗ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑΣ από τους Έλληνες και ΑΛΛΑΓΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ από την ηγεσία του που θα περάσει και στο λαό.
Χρειάζονται κατόπιν οι κατάλληλες στρατηγικές επιλογές, σκληρή προσπάθεια, υπομονή, διαχρονικότητα στη πολιτική και τους στόχους και λίγη τύχη στη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών. Θα αναφέρω, κάποια σενάρια που για να υλοποιηθούν χρειάζονται και τύχη. Αλλά η θεά αυτή βοηθάει αυτούς που διαμορφώνουν προς όφελός τους καταστάσεις και προϋποθέσεις στο περίγυρό τους.
Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί και καλά καταρτισμένοι διεθνολόγοι και στρατηγικοί αναλυτές. Όλοι όμως έχουν ως κοινό παρονομαστή ότι η Ελλάδα δε μπορεί να γίνει Μεγάλη λόγω του τωρινού μεγέθους της. Όλες οι αναλύσεις τους έχουν να κάνουν με το πως ο διεθνής περίγυρος επηρεάζει την Ελλάδα. Πως θα διασφαλίσουμε το υπάρχον ελληνικό έδαφος και πως θα εξασφαλίσουμε τις υπάρχουσες στρατιωτικές και πολιτικές ισορροπίες. Σχεδόν ποτέ δε παράγεται γεωστρατηγική σκέψη για το πως εμείς μπορούμε να διαμορφώσουμε και να επηρεάσουμε καταστάσεις ή πως να ανατρέψουμε τις υπάρχουσες ισορροπίες προς όφελός μας.
Παραθέτω λοιπόν στη κρίση του αναγνώστη μια διαφορετική άποψη, με συγκεκριμένους μακροχρόνιους στρατηγικούς στόχους, εθνική στρατηγική και τακτικές, που μπορεί να ξενίσουν τον Έλληνα αναγνώστη όσον αφορά την «Ελλαδίτσα» που του έχουν μάθει. Ωστόσο είναι όλα πληροφορίες και συμπεράσματα παρμένα από τη διεθνή ειδησεογραφία. Είναι πράγματα που με ψυχρή πολιτική λογική εφαρμόζονται διεθνώς ακόμα και από κράτη μικρότερα από εμάς.
Καταγράφω αυτή τη διαφορετική άποψη διότι ευελπιστώ μια μέρα η Ελλάδα να επανέλθει στη θέση που της αξίζει. Μεγαλύτερη, ισχυρότερη, παράγοντα των διεθνών εξελίξεων στον ιστορικό ζωτικό της χώρο και υλοποιούσα το πεπρωμένο της...
Γεώργιος Μανωλόπουλος
Η Μεγάλη Ιδέα στον 21ο αιώνα