ygeiakaidiafthora

 

Ο άκρατος και απροσχημάτιστος συντηρητισμός της επικρατούσας ιδεολογικοπολιτικής ελίτ στα πλαίσια του πλήρως οικοδομημένου ιστορικού υλισμού, δεν είναι τίποτε περισσότερο από αυτά που εύστοχα περιγράφει ο Νίτσε:

«Αυτοί που προσθέτουν ψέματα:

Όταν άρχισαν ορισμένοι στη Γαλλία να επιτίθενται στις αριστοτελικές ενότητες και, όπως ήταν φυσικό, άλλοι να τις υπερασπίζονται, κατέστη δυνατό να δει κανείς για μία ακόμα φορά αυτό που τόσο συχνά αλλά και τόσο απρόθυμα βλέπει κανείς: κάποιοι επινόησαν ψευδείς λόγους για να δικαιολογηθεί η ύπαρξη των νόμων αυτών, απλώς για να μη παραδεχθούν πως είχαν συνηθίσει στους νόμους αυτούς και πως δεν ήθελαν να αλλάξει η κατάσταση. Και έτσι γίνεται πάντα στο εσωτερικό κάθε κρατούσας ηθικής και θρησκείας: οι λόγοι και οι προθέσεις που υπάρχουν πίσω από τη συνήθεια προστίθενται σε αυτή μέσω ενός ψέματος, μόλις κάποιοι αρχίσουν να αμφισβητούν τη συνήθεια και να ρωτούν για τις προθέσεις και τους σκοπούς της. 

Εδώ έγκειται η μεγάλη ανεντιμότητα των συντηρητικών όλων των εποχών: είναι αυτοί που προσθέτουν ψέματα.

…. Χαρούμενη Επιστήμη»

Η προαναφερόμενη αλήθεια αυτή είναι και διαχρονική και πανανθρώπινη. Οι συντηρητικοί όλων των εποχών, είναι μια κάστα οικονομικά βολεμένων ατόμων που μπορεί να ανακυκλώνει τα πρόσωπα της εξουσίας μέσα από μηχανισμούς που χρησιμοποιούν τους κατάλληλους νόμους ή ένα βολικό κανονιστικό πλαίσιο. Στον χώρο της δημόσιας περίθαλψης, η νομοθεσία που διέπει τους κανόνες διανομής του δημόσιου πλούτου, του απορρέοντος από τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων, είναι μια τυπική και έκδηλη εφαρμογή της ρήσης «οι λόγοι και οι προθέσεις πίσω από την συνήθεια προστίθενται μέσω ενός ψέματος». 

Όλοι σχεδόν οι διευθυντές και οι γενικοί διευθυντές που υπηρετούσαν μέσα στα υπουργεία υγείας πρόνοιας και εργασίας και κοινωνικών ασφαλίσεων, όπως και σχεδόν όλες οι ελεγκτικές υπηρεσίες τους και οι ονομαζόμενες επιθεωρήσεις, δεν έκαναν τίποτε άλλο, ειδικά την χρονική περίοδο 1996 - 2006, από το να διαμορφώνουν συνθήκες παράνομου πλουτισμού για τους υψηλόβαθμους δημόσιους λειτουργούς, χρησιμοποιώντας μια ολόκληρη βιομηχανία ψέματος.

Τα δε πολιτικά πρόσωπα, ως άχυρα εν φάτνη, ήταν απλοί σφραγιδοθέτες, άσχετοι με το αντικείμενό τους και κέρινα πολιτικά ανδρείκελα, απολαμβάνοντα υψηλούς μισθούς της τάξης των 10.000 ευρώ, προσφέροντας πολιτική συγκάλυψη στην βιομηχανία της ανομίας, του ψεύδους, της απάτης και της συστηματικής λαμογιάς. Η σφραγιδο-τοποθεσίες τους αποτέλεσαν την προσχηματική επικυριαρχία της κοινοβουλευτικής εικονικότητας που συνηθίσαμε να την λέμε δημοκρατία, υβρίζοντας τοιουτοτρόπως τους αρχαίους προγόνους μας και προσβάλλοντας κατάφορα την ιστορία μας. 

Έφτιαξαν μια δημόσια περίθαλψη με έναν ανάλογο ελεγκτικό μηχανισμό εντελώς ανεπαρκή και εικονικό, μόνο και μόνο για να μπορούν να έχουν στήσει εξωτερικά μαγαζιά δικά τους, δηλαδή διαγνωστικά κέντρα μαϊμούδες, ή κλινικές σφραγίδες, με απώτερο σκοπό την προσπόριση κερδών από την καταδολίευση του συστήματος που οι ίδιοι είχαν ιδρύσει, είχαν οργανώσει και υποτίθεται ότι υπερασπίζονταν.

Η δήθεν διασφάλιση της δημόσιας υγείας ήταν ο λόγος για την δημιουργία της πρωτοβάθμιας δημόσιας περίθαλψης. Οι υπηρεσίες περίθαλψης των Νομαρχιών και οι ανάλογες ελεγκτικές διευθύνσεις του υπουργείου υγείας ήταν η δήθεν εκδηλωμένη πρόθεσή τους για την στήριξη της δημόσιας περίθαλψης.

Το να υφαρπάζουν τα δημόσια έσοδα και να έχουν ιδιωτικοποιήσει κατ’ ουσίαν όλες τις δημόσιες δομές, ήταν η πάγια συνήθειά τους. Έτσι πρέπει να αναζητήσουμε το ψέμα ή τα ψέματα, προκειμένου να επιβεβαιώσουμε ή να διαψεύσουμε τον Νίτσε.

 

Γεώργιος Χατζηαντωνίου